Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραχυλογέω
βραχυλογητέον
βραχυλογία
βραχύλογος
βραχυμέρεια
βραχύμετρος
βραχυμογής
βραχύνω
βραχύνωτος
βραχυόνειρος
βραχυπαραλήκτως
βραχυπνοέω
βραχύπνοια
βραχύπνοος
βραχύπορος
βραχυπότης
βραχυπότος
βραχύπτερος
βραχύπτολις
βραχυρρεπής
βραχυρρήμων
View word page
βραχυπαραλήκτως
with short penult

ShortDef

with short penult

Debugging

Headword:
βραχυπαραλήκτως
Headword (normalized):
βραχυπαραλήκτως
Headword (normalized/stripped):
βραχυπαραληκτως
IDX:
17943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17944
Key:

Data

{'content': 'with short penult'}