Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βραχυκομέω
βραχυκωλία
βραχύκωλος
βραχυλογέω
βραχυλογητέον
βραχυλογία
βραχύλογος
βραχυμέρεια
βραχύμετρος
βραχυμογής
βραχύνω
βραχύνωτος
βραχυόνειρος
βραχυπαραλήκτως
βραχυπνοέω
βραχύπνοια
βραχύπνοος
βραχύπορος
βραχυπότης
βραχυπότος
βραχύπτερος
View word page
βραχύνω
to shorten, to use as a short syllable
ShortDef
to shorten, to use as a short syllable
Debugging
Headword:
βραχύνω
Headword (normalized):
βραχύνω
Headword (normalized/stripped):
βραχυνω
IDX:
17940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17941
Key:
Data
{'content': 'to shorten, to use as a short syllable'}