Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραχυδάκτυλος
βραχύδρομος
βραχυέπεια
βραχυῆλιξ
βραχυκατάληκτος
βραχυκέφαλος
βραχυκίνητος
βραχυκομέω
βραχυκωλία
βραχύκωλος
βραχυλογέω
βραχυλογητέον
βραχυλογία
βραχύλογος
βραχυμέρεια
βραχύμετρος
βραχυμογής
βραχύνω
βραχύνωτος
βραχυόνειρος
βραχυπαραλήκτως
View word page
βραχυλογέω
to be brief in speech

ShortDef

to be brief in speech

Debugging

Headword:
βραχυλογέω
Headword (normalized):
βραχυλογέω
Headword (normalized/stripped):
βραχυλογεω
IDX:
17933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17934
Key:

Data

{'content': 'to be brief in speech'}