Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραχεῖν
βραχιάλιον
βραχιόνιον
βραχιονιστήρ
βραχίων
βράχος
βραχυβάμων
βραχύβιος
βραχυβιότης
βραχυβλαβής
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
βραχυγραφέω
βραχυδάκτυλος
βραχύδρομος
βραχυέπεια
βραχυῆλιξ
βραχυκατάληκτος
βραχυκέφαλος
βραχυκίνητος
βραχυκομέω
View word page
βραχύβωλος
with small

ShortDef

with small

Debugging

Headword:
βραχύβωλος
Headword (normalized):
βραχύβωλος
Headword (normalized/stripped):
βραχυβωλος
IDX:
17920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17921
Key:

Data

{'content': 'with small'}