Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βράχεα
βραχεῖν
βραχιάλιον
βραχιόνιον
βραχιονιστήρ
βραχίων
βράχος
βραχυβάμων
βραχύβιος
βραχυβιότης
βραχυβλαβής
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
βραχυγραφέω
βραχυδάκτυλος
βραχύδρομος
βραχυέπεια
βραχυῆλιξ
βραχυκατάληκτος
βραχυκέφαλος
βραχυκίνητος
View word page
βραχυβλαβής
harming slightly

ShortDef

harming slightly

Debugging

Headword:
βραχυβλαβής
Headword (normalized):
βραχυβλαβής
Headword (normalized/stripped):
βραχυβλαβης
IDX:
17919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17920
Key:

Data

{'content': 'harming slightly'}