Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραυκανάομαι
Βραυρών
βράχεα
βραχεῖν
βραχιάλιον
βραχιόνιον
βραχιονιστήρ
βραχίων
βράχος
βραχυβάμων
βραχύβιος
βραχυβιότης
βραχυβλαβής
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
βραχυγραφέω
βραχυδάκτυλος
βραχύδρομος
βραχυέπεια
βραχυῆλιξ
βραχυκατάληκτος
View word page
βραχύβιος
short-lived

ShortDef

short-lived

Debugging

Headword:
βραχύβιος
Headword (normalized):
βραχύβιος
Headword (normalized/stripped):
βραχυβιος
IDX:
17917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17918
Key:

Data

{'content': 'short-lived'}