Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βράσσω
βραστέον
βραστήρ
βράστης
βραυκανάομαι
Βραυρών
βράχεα
βραχεῖν
βραχιάλιον
βραχιόνιον
βραχιονιστήρ
βραχίων
βράχος
βραχυβάμων
βραχύβιος
βραχυβιότης
βραχυβλαβής
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
βραχυγραφέω
βραχυδάκτυλος
View word page
βραχιονιστήρ
an armlet
ShortDef
an armlet
Debugging
Headword:
βραχιονιστήρ
Headword (normalized):
βραχιονιστήρ
Headword (normalized/stripped):
βραχιονιστηρ
IDX:
17913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17914
Key:
Data
{'content': 'an armlet'}