Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βράθυ
βράκαι
βράκανα
βράκετον
βράκος
Βρασίδας
Βρασίδειος
βράσις
βράσμα
βρασμός
βράσσω
βραστέον
βραστήρ
βράστης
βραυκανάομαι
Βραυρών
βράχεα
βραχεῖν
βραχιάλιον
βραχιόνιον
βραχιονιστήρ
View word page
βράσσω
to shake violently, throw up
ShortDef
to shake violently, throw up
Debugging
Headword:
βράσσω
Headword (normalized):
βράσσω
Headword (normalized/stripped):
βρασσω
IDX:
17903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17904
Key:
Data
{'content': 'to shake violently, throw up'}