Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδυτόκος
βράζω
βράθυ
βράκαι
βράκανα
βράκετον
βράκος
Βρασίδας
Βρασίδειος
βράσις
βράσμα
βρασμός
βράσσω
βραστέον
βραστήρ
βράστης
βραυκανάομαι
Βραυρών
βράχεα
βραχεῖν
βραχιάλιον
View word page
βράσμα
boiling

ShortDef

boiling

Debugging

Headword:
βράσμα
Headword (normalized):
βράσμα
Headword (normalized/stripped):
βρασμα
IDX:
17901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17902
Key:

Data

{'content': 'boiling'}