Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράζω
βράθυ
βράκαι
βράκανα
βράκετον
βράκος
Βρασίδας
Βρασίδειος
βράσις
βράσμα
βρασμός
βράσσω
βραστέον
βραστήρ
βράστης
βραυκανάομαι
View word page
βράκος
a rich woman's-garment

ShortDef

a rich woman's-garment

Debugging

Headword:
βράκος
Headword (normalized):
βράκος
Headword (normalized/stripped):
βρακος
IDX:
17897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17898
Key:

Data

{'content': "a rich woman's-garment"}