Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράζω
βράθυ
βράκαι
βράκανα
βράκετον
βράκος
Βρασίδας
Βρασίδειος
βράσις
βράσμα
βρασμός
βράσσω
βραστέον
βραστήρ
βράστης
View word page
βράκετον
pruning-hook
ShortDef
pruning-hook
Debugging
Headword:
βράκετον
Headword (normalized):
βράκετον
Headword (normalized/stripped):
βρακετον
IDX:
17896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17897
Key:
Data
{'content': 'pruning-hook'}