Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράζω
βράθυ
βράκαι
βράκανα
βράκετον
βράκος
Βρασίδας
Βρασίδειος
βράσις
βράσμα
βρασμός
βράσσω
βραστέον
βραστήρ
View word page
βράκανα
wild herbs
ShortDef
wild herbs
Debugging
Headword:
βράκανα
Headword (normalized):
βράκανα
Headword (normalized/stripped):
βρακανα
IDX:
17895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17896
Key:
Data
{'content': 'wild herbs'}