Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράζω
βράθυ
βράκαι
βράκανα
βράκετον
βράκος
Βρασίδας
Βρασίδειος
βράσις
βράσμα
βρασμός
View word page
βράζω
boil, froth up, ferment

ShortDef

boil, froth up, ferment

Debugging

Headword:
βράζω
Headword (normalized):
βράζω
Headword (normalized/stripped):
βραζω
IDX:
17892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17893
Key:

Data

{'content': 'boil, froth up, ferment'}