Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράζω
βράθυ
βράκαι
βράκανα
βράκετον
βράκος
Βρασίδας
Βρασίδειος
βράσις
βράσμα
View word page
βραδυτόκος
slow in bringing to birth

ShortDef

slow in bringing to birth

Debugging

Headword:
βραδυτόκος
Headword (normalized):
βραδυτόκος
Headword (normalized/stripped):
βραδυτοκος
IDX:
17891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17892
Key:

Data

{'content': 'slow in bringing to birth'}