Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράζω
βράθυ
βράκαι
βράκανα
βράκετον
View word page
βραδυσιτέω
eat late in the day

ShortDef

eat late in the day

Debugging

Headword:
βραδυσιτέω
Headword (normalized):
βραδυσιτέω
Headword (normalized/stripped):
βραδυσιτεω
IDX:
17886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17887
Key:

Data

{'content': 'eat late in the day'}