Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράζω
βράθυ
βράκαι
βράκανα
View word page
βραδύς
slow

ShortDef

slow

Debugging

Headword:
βραδύς
Headword (normalized):
βραδύς
Headword (normalized/stripped):
βραδυς
IDX:
17885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17886
Key:

Data

{'content': 'slow'}