Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράζω
βράθυ
βράκαι
View word page
βραδύπους
slow of foot, slow

ShortDef

slow of foot, slow

Debugging

Headword:
βραδύπους
Headword (normalized):
βραδύπους
Headword (normalized/stripped):
βραδυπους
IDX:
17884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17885
Key:

Data

{'content': 'slow of foot, slow'}