Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράζω
βράθυ
View word page
βραδυπόρος
slow-passing

ShortDef

slow-passing

Debugging

Headword:
βραδυπόρος
Headword (normalized):
βραδυπόρος
Headword (normalized/stripped):
βραδυπορος
IDX:
17883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17884
Key:

Data

{'content': 'slow-passing'}