Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράζω
View word page
βραδυπορέω
proceed slowly

ShortDef

proceed slowly

Debugging

Headword:
βραδυπορέω
Headword (normalized):
βραδυπορέω
Headword (normalized/stripped):
βραδυπορεω
IDX:
17882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17883
Key:

Data

{'content': 'proceed slowly'}