Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδυλογία
βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
View word page
βραδύπνοος
breathing slowly

ShortDef

breathing slowly

Debugging

Headword:
βραδύπνοος
Headword (normalized):
βραδύπνοος
Headword (normalized/stripped):
βραδυπνοος
IDX:
17881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17882
Key:

Data

{'content': 'breathing slowly'}