Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βραδυκρίσιμος
βραδυλογία
βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
View word page
βραδυπλοέω
to sail slowly
ShortDef
to sail slowly
Debugging
Headword:
βραδυπλοέω
Headword (normalized):
βραδυπλοέω
Headword (normalized/stripped):
βραδυπλοεω
IDX:
17880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17881
Key:
Data
{'content': 'to sail slowly'}