Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βραδύκαρπος
βραδυκατάφορος
βραδυκίνητος
βραδυκρίσιμος
βραδυλογία
βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
View word page
βραδυπεπτέω
digest slowly
ShortDef
digest slowly
Debugging
Headword:
βραδυπεπτέω
Headword (normalized):
βραδυπεπτέω
Headword (normalized/stripped):
βραδυπεπτεω
IDX:
17877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17878
Key:
Data
{'content': 'digest slowly'}