Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδυήκοος
βραδυθάνατος
βραδύκαρπος
βραδυκατάφορος
βραδυκίνητος
βραδυκρίσιμος
βραδυλογία
βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
View word page
βραδύνω
to make slow, delay

ShortDef

to make slow, delay

Debugging

Headword:
βραδύνω
Headword (normalized):
βραδύνω
Headword (normalized/stripped):
βραδυνω
IDX:
17875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17876
Key:

Data

{'content': 'to make slow, delay'}