Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βραδυανάφορος
βραδυβάμων
βραδυβουλία
βραδύγαμος
βραδυγενής
βραδύγλωσσος
βραδυδινής
βραδυήκοος
βραδυθάνατος
βραδύκαρπος
βραδυκατάφορος
βραδυκίνητος
βραδυκρίσιμος
βραδυλογία
βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
View word page
βραδυκατάφορος
slow in setting

ShortDef

slow in setting

Debugging

Headword:
βραδυκατάφορος
Headword (normalized):
βραδυκατάφορος
Headword (normalized/stripped):
βραδυκαταφορος
IDX:
17868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17869
Key:

Data

{'content': 'slow in setting'}