Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βραγχώδης
βραδυανάφορος
βραδυβάμων
βραδυβουλία
βραδύγαμος
βραδυγενής
βραδύγλωσσος
βραδυδινής
βραδυήκοος
βραδυθάνατος
βραδύκαρπος
βραδυκατάφορος
βραδυκίνητος
βραδυκρίσιμος
βραδυλογία
βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
View word page
βραδύκαρπος
late-fruiting
ShortDef
late-fruiting
Debugging
Headword:
βραδύκαρπος
Headword (normalized):
βραδύκαρπος
Headword (normalized/stripped):
βραδυκαρπος
IDX:
17867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17868
Key:
Data
{'content': 'late-fruiting'}