Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βραγχοειδής
βραγχός
βράγχος
βραγχώδης
βραδυανάφορος
βραδυβάμων
βραδυβουλία
βραδύγαμος
βραδυγενής
βραδύγλωσσος
βραδυδινής
βραδυήκοος
βραδυθάνατος
βραδύκαρπος
βραδυκατάφορος
βραδυκίνητος
βραδυκρίσιμος
βραδυλογία
βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
View word page
βραδυδινής
sloweddying
ShortDef
sloweddying
Debugging
Headword:
βραδυδινής
Headword (normalized):
βραδυδινής
Headword (normalized/stripped):
βραδυδινης
IDX:
17864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17865
Key:
Data
{'content': 'sloweddying'}