Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοωτία
βόωψ
βραβεία
βραβεῖον
βράβευμα
βραβεύς
βραβευτής
βραβεύω
βράβυλον
βραγχαλέος
βραγχάω
Βραγχίδαι
βράγχιον
βραγχοειδής
βραγχός
βράγχος
βραγχώδης
βραδυανάφορος
βραδυβάμων
βραδυβουλία
βραδύγαμος
View word page
βραγχάω
to have a sore throat

ShortDef

to have a sore throat

Debugging

Headword:
βραγχάω
Headword (normalized):
βραγχάω
Headword (normalized/stripped):
βραγχαω
IDX:
17851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17852
Key:

Data

{'content': 'to have a sore throat'}