Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοώτης
Βοώτης
βοωτία
βόωψ
βραβεία
βραβεῖον
βράβευμα
βραβεύς
βραβευτής
βραβεύω
βράβυλον
βραγχαλέος
βραγχάω
Βραγχίδαι
βράγχιον
βραγχοειδής
βραγχός
βράγχος
βραγχώδης
βραδυανάφορος
βραδυβάμων
View word page
βράβυλον
a wild plum

ShortDef

a wild plum

Debugging

Headword:
βράβυλον
Headword (normalized):
βράβυλον
Headword (normalized/stripped):
βραβυλον
IDX:
17849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17850
Key:

Data

{'content': 'a wild plum'}