Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοώδης
βοών
βοωνέω
βοώνης
βοώνητος
βοωνία
βοῶπις
βοωτέω
βοώτης
Βοώτης
βοωτία
βόωψ
βραβεία
βραβεῖον
βράβευμα
βραβεύς
βραβευτής
βραβεύω
βράβυλον
βραγχαλέος
βραγχάω
View word page
βοωτία
arable land

ShortDef

arable land

Debugging

Headword:
βοωτία
Headword (normalized):
βοωτία
Headword (normalized/stripped):
βοωτια
IDX:
17841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17842
Key:

Data

{'content': 'arable land'}