Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούχιλος
βοώδης
βοών
βοωνέω
βοώνης
βοώνητος
βοωνία
βοῶπις
βοωτέω
βοώτης
Βοώτης
βοωτία
βόωψ
βραβεία
βραβεῖον
βράβευμα
βραβεύς
βραβευτής
βραβεύω
βράβυλον
βραγχαλέος
View word page
Βοώτης
Bootes, the ploughman

ShortDef

a ploughman
Bootes, the ploughman

Debugging

Headword:
Βοώτης
Headword (normalized):
βοώτης
Headword (normalized/stripped):
βοωτης
IDX:
17840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17841
Key:

Data

{'content': 'Bootes, the ploughman'}