Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄθρυπτος
Ἄθρυς
ἀθρυψία
ἀθυμέω
ἀθυμητέον
ἀθυμία
ἀθυμίαστος
ἀθυμίατος
ἄθυμος
ἀθυμόω
ἄθυρμα
ἀθυρμάτιον
ἀθυρογλωττία
ἀθυρόγλωττος
ἀθυρονόμος
ἄθυρος
ἀθυρόστομος
ἄθυρσις
ἄθυρσος
ἀθύρω
ἀθύρωτος
View word page
ἄθυρμα
a plaything, toy: a delight, joy

ShortDef

a plaything, toy: a delight, joy

Debugging

Headword:
ἄθυρμα
Headword (normalized):
ἄθυρμα
Headword (normalized/stripped):
αθυρμα
IDX:
1783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1784
Key:

Data

{'content': 'a plaything, toy: a delight, joy'}