Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουφόρβια
βουφορβός
βουχανδής
βούχιλος
βοώδης
βοών
βοωνέω
βοώνης
βοώνητος
βοωνία
βοῶπις
βοωτέω
βοώτης
Βοώτης
βοωτία
βόωψ
βραβεία
βραβεῖον
βράβευμα
βραβεύς
βραβευτής
View word page
βοῶπις
ox-eyed

ShortDef

ox-eyed

Debugging

Headword:
βοῶπις
Headword (normalized):
βοῶπις
Headword (normalized/stripped):
βοωπις
IDX:
17837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17838
Key:

Data

{'content': 'ox-eyed'}