Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βουχανδής
βούχιλος
βοώδης
βοών
βοωνέω
βοώνης
βοώνητος
βοωνία
βοῶπις
βοωτέω
βοώτης
Βοώτης
βοωτία
βόωψ
βραβεία
βραβεῖον
View word page
βοώνης
an officer who bought oxen for the sacrifices
ShortDef
an officer who bought oxen for the sacrifices
Debugging
Headword:
βοώνης
Headword (normalized):
βοώνης
Headword (normalized/stripped):
βοωνης
IDX:
17834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17835
Key:
Data
{'content': 'an officer who bought oxen for the sacrifices'}