Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουφάγος
βούφθαλμον
βούφθαλμος
βουφονέω
Βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βουχανδής
βούχιλος
βοώδης
βοών
βοωνέω
βοώνης
βοώνητος
βοωνία
βοῶπις
βοωτέω
βοώτης
Βοώτης
View word page
βούχιλος
rich in fodder

ShortDef

rich in fodder

Debugging

Headword:
βούχιλος
Headword (normalized):
βούχιλος
Headword (normalized/stripped):
βουχιλος
IDX:
17830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17831
Key:

Data

{'content': 'rich in fodder'}