Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουτύρινος
βούτυρον
βουτυροφάγος
βουφάγος
βούφθαλμον
βούφθαλμος
βουφονέω
Βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βουχανδής
βούχιλος
βοώδης
βοών
βοωνέω
βοώνης
βοώνητος
βοωνία
βοῶπις
View word page
βουφόρβια
a herd of oxen

ShortDef

a herd of oxen

Debugging

Headword:
βουφόρβια
Headword (normalized):
βουφόρβια
Headword (normalized/stripped):
βουφορβια
IDX:
17827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17828
Key:

Data

{'content': 'a herd of oxen'}