Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουτύπος
βουτύρινος
βούτυρον
βουτυροφάγος
βουφάγος
βούφθαλμον
βούφθαλμος
βουφονέω
Βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βουχανδής
βούχιλος
βοώδης
βοών
βοωνέω
βοώνης
βοώνητος
βοωνία
View word page
βουφορβέω
to tend cattle
ShortDef
to tend cattle
Debugging
Headword:
βουφορβέω
Headword (normalized):
βουφορβέω
Headword (normalized/stripped):
βουφορβεω
IDX:
17826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17827
Key:
Data
{'content': 'to tend cattle'}