Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
Βουτράγιος
βούτραγος
βουτραγοταυράνθρωπος
βουτροφία
βουτρόφος
βουτύπος
βουτύρινος
βούτυρον
βουτυροφάγος
βουφάγος
βούφθαλμον
βούφθαλμος
βουφονέω
Βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
View word page
βούτυρον
butter

ShortDef

butter

Debugging

Headword:
βούτυρον
Headword (normalized):
βούτυρον
Headword (normalized/stripped):
βουτυρον
IDX:
17818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17819
Key:

Data

{'content': 'butter'}