Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούτης
βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
Βουτράγιος
βούτραγος
βουτραγοταυράνθρωπος
βουτροφία
βουτρόφος
βουτύπος
βουτύρινος
βούτυρον
βουτυροφάγος
βουφάγος
βούφθαλμον
βούφθαλμος
βουφονέω
Βουφόνια
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
View word page
βουτύρινος
of butter

ShortDef

of butter

Debugging

Headword:
βουτύρινος
Headword (normalized):
βουτύρινος
Headword (normalized/stripped):
βουτυρινος
IDX:
17817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17818
Key:

Data

{'content': 'of butter'}