Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούτης
βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
Βουτράγιος
βούτραγος
βουτραγοταυράνθρωπος
βουτροφία
βουτρόφος
βουτύπος
βουτύρινος
βούτυρον
βουτυροφάγος
βουφάγος
βούφθαλμον
βούφθαλμος
βουφονέω
View word page
βουτραγοταυράνθρωπος
a compound of ox, goat, bull, and man

ShortDef

a compound of ox, goat, bull, and man

Debugging

Headword:
βουτραγοταυράνθρωπος
Headword (normalized):
βουτραγοταυράνθρωπος
Headword (normalized/stripped):
βουτραγοταυρανθρωπος
IDX:
17813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17814
Key:

Data

{'content': 'a compound of ox, goat, bull, and man'}