Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουσόη
βουσός
βούσταθμον
βουστάς
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βουστρόφος
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούτης
βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
Βουτράγιος
βούτραγος
βουτραγοταυράνθρωπος
βουτροφία
βουτρόφος
View word page
βουσφαγέω
to slaughter oxen

ShortDef

to slaughter oxen

Debugging

Headword:
βουσφαγέω
Headword (normalized):
βουσφαγέω
Headword (normalized/stripped):
βουσφαγεω
IDX:
17805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17806
Key:

Data

{'content': 'to slaughter oxen'}