Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουσκαφέω
βουσόη
βουσός
βούσταθμον
βουστάς
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βουστρόφος
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούτης
βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
Βουτράγιος
βούτραγος
βουτραγοταυράνθρωπος
βουτροφία
View word page
βούσυκον
a large, coarse fig

ShortDef

a large, coarse fig

Debugging

Headword:
βούσυκον
Headword (normalized):
βούσυκον
Headword (normalized/stripped):
βουσυκον
IDX:
17804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17805
Key:

Data

{'content': 'a large, coarse fig'}