Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοῦς
βουσκαφέω
βουσόη
βουσός
βούσταθμον
βουστάς
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βουστρόφος
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούτης
βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
Βουτράγιος
βούτραγος
βουτραγοταυράνθρωπος
View word page
βούστροφος
ploughed by oxen

ShortDef

ploughed by oxen

Debugging

Headword:
βούστροφος
Headword (normalized):
βούστροφος
Headword (normalized/stripped):
βουστροφος
IDX:
17803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17804
Key:

Data

{'content': 'ploughed by oxen'}