Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βουσκαφέω
βουσόη
βουσός
βούσταθμον
βουστάς
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βουστρόφος
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούτης
βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
Βουτράγιος
View word page
βουστροφηδόν
turning like oxen in ploughing

ShortDef

turning like oxen in ploughing

Debugging

Headword:
βουστροφηδόν
Headword (normalized):
βουστροφηδόν
Headword (normalized/stripped):
βουστροφηδον
IDX:
17801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17802
Key:

Data

{'content': 'turning like oxen in ploughing'}