Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουργάριος
βουρδών
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βουσκαφέω
βουσόη
βουσός
βούσταθμον
βουστάς
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βουστρόφος
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούτης
βούτιμος
βοῦτις
View word page
βουστάσιον
stable

ShortDef

stable

Debugging

Headword:
βουστάσιον
Headword (normalized):
βουστάσιον
Headword (normalized/stripped):
βουστασιον
IDX:
17799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17800
Key:

Data

{'content': 'stable'}