Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄβρωτος
Ἀβυδηνός
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἀβύρσευτος
ἀβυρτάκη
ἀβυρτακοποιός
ἀβυρτακώδης
ἄβυσσος
ἀβωλόκοπος
ἄβωλος
ἄβως
ἄγα
ἀγάζομαι
ἀγάζω
ἀγαθάγγελος
Ἀγαθαρχίδης
ἀγαθείκελος
ἀγάθεος
ἀγαθίς
View word page
ἀβωλόκοπος
not hoed
ShortDef
not hoed
Debugging
Headword:
ἀβωλόκοπος
Headword (normalized):
ἀβωλόκοπος
Headword (normalized/stripped):
αβωλοκοπος
IDX:
177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-178
Key:
Data
{'content': 'not hoed'}