Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούπρῳρος
βουργάριος
βουρδών
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βουσκαφέω
βουσόη
βουσός
βούσταθμον
βουστάς
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βουστρόφος
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούτης
βούτιμος
View word page
βουστάς
where oxen are stalled

ShortDef

where oxen are stalled

Debugging

Headword:
βουστάς
Headword (normalized):
βουστάς
Headword (normalized/stripped):
βουστας
IDX:
17798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17799
Key:

Data

{'content': 'where oxen are stalled'}