Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουπρόσωπος
βούπρῳρος
βουργάριος
βουρδών
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βουσκαφέω
βουσόη
βουσός
βούσταθμον
βουστάς
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βουστρόφος
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούτης
View word page
βούσταθμον
an ox-stall
ShortDef
an ox-stall
Debugging
Headword:
βούσταθμον
Headword (normalized):
βούσταθμον
Headword (normalized/stripped):
βουσταθμον
IDX:
17797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17798
Key:
Data
{'content': 'an ox-stall'}