Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούπρηστις
βουπρόσωπος
βούπρῳρος
βουργάριος
βουρδών
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βουσκαφέω
βουσόη
βουσός
βούσταθμον
βουστάς
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βουστρόφος
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
View word page
βουσός
pasture for oxen

ShortDef

pasture for oxen

Debugging

Headword:
βουσός
Headword (normalized):
βουσός
Headword (normalized/stripped):
βουσος
IDX:
17796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17797
Key:

Data

{'content': 'pasture for oxen'}