Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουπληθής
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίμην
βουπόλος
βουπομπός
βουπόρος
Βουπράσιος
βουπρηόνες
βούπρηστις
βουπρόσωπος
βούπρῳρος
βουργάριος
βουρδών
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βουσκαφέω
βουσόη
βουσός
βούσταθμον
View word page
βουπρόσωπος
with the face of an ox

ShortDef

with the face of an ox

Debugging

Headword:
βουπρόσωπος
Headword (normalized):
βουπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
βουπροσωπος
IDX:
17787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17788
Key:

Data

{'content': 'with the face of an ox'}