Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βούπαλις
βουπάμων
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
βούπλευρος
βουπληθής
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίμην
βουπόλος
βουπομπός
βουπόρος
Βουπράσιος
βουπρηόνες
βούπρηστις
βουπρόσωπος
βούπρῳρος
βουργάριος
βουρδών
βουριχάλλιον
View word page
βουπόλος
tending oxen
ShortDef
tending oxen
Debugging
Headword:
βουπόλος
Headword (normalized):
βουπόλος
Headword (normalized/stripped):
βουπολος
IDX:
17781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17782
Key:
Data
{'content': 'tending oxen'}